βραδύτης

βραδύτης
1022 βραδύτης
{сущ., 1}
промедление, медлительность, неторопливость (2Пет. 3:9).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βραδύτης" в других словарях:

  • βραδυτής — slowness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆσι — βραδυτής slowness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆσιν — βραδυτής slowness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆτα — βραδυτής slowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆτας — βραδυτής slowness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆτες — βραδυτής slowness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆτι — βραδυτής slowness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆτος — βραδυτής slowness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτήτων — βραδυτής slowness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύτητα — η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, ῆτος) αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης αρχ. βραδύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής ( ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο… …   Dictionary of Greek

  • мьдьлениѥ — МЬДЬЛЕНИ|Ѥ (4*), ˫А с. Промедление, медлительность: и сущии въ кораблихъ. тѹжахѹ. медлени˫а ради цр(с)ва. ПрЛ XIII, 56г; вы же пакы дадите ми моему медленью прощенье. ˫ако не притеко(х) зово(м). не ѿ ва(с) но ѿ б҃а. лѣпле е(с) медленье. неже… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»